ἡμιώριον

ἡμιώριον
ἡμιώριον, ου, τό or ἡμίωρον Rv 8:1 N.25 (Menand. Fgm. 850 Kö.; Strabo 2, 5, 36; Archigenes [II A.D.] in Aëtius p. 160, 13. On the development of both forms s. Kühner-Bl. II 323; s. Mlt-H. 176; 280; 341; cp. DELG s.v. ὥρα) (ἡμι-+ ὥρα) a half hour Rv 8:1.—M-M s.v. ἡμίωρον.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἡμιώριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιωρίοις — ἡμιώριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιωρίου — ἡμιώριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιωρίῳ — ἡμιώριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιώριο — και ημίωρο, το (AM ἡμιώριον) μισή ώρα, χρονική διάρκεια μισής ώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. ημιώριον ή ημίωρον (ενν. διάστημα χρόνου) ουσιαστικοποιημένο επίθ.: πρβλ. ημιχρόνιο / ημίχρονο] …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ԿԻՍԱԺԱՄ — (ու, ուց.) NBH 1 1097 Chronological Sequence: 7c, 8c, 12c գ. ἠμιώριον semihora կէս ժամ. ... *Կիսաժամու յառաջ մատուցեալ. Խոր. աշխարհ.: *Տասներորդ մասն կիսաժամու միոյ. Նիւս. բն.: *Որով ցուցեալ լինին ժամք, եւ կիսաժամք, եւ մասունք նոցա. Սարկ. տոմար …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”