ἡμιώριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιωρίοις — ἡμιώριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιωρίου — ἡμιώριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιωρίῳ — ἡμιώριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιώριο — και ημίωρο, το (AM ἡμιώριον) μισή ώρα, χρονική διάρκεια μισής ώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. ημιώριον ή ημίωρον (ενν. διάστημα χρόνου) ουσιαστικοποιημένο επίθ.: πρβλ. ημιχρόνιο / ημίχρονο] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ԿԻՍԱԺԱՄ — (ու, ուց.) NBH 1 1097 Chronological Sequence: 7c, 8c, 12c գ. ἠμιώριον semihora կէս ժամ. ... *Կիսաժամու յառաջ մատուցեալ. Խոր. աշխարհ.: *Տասներորդ մասն կիսաժամու միոյ. Նիւս. բն.: *Որով ցուցեալ լինին ժամք, եւ կիսաժամք, եւ մասունք նոցա. Սարկ. տոմար … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)